Πιστεύω εις μίαν σούβλαν
Πιστεύω εις μίαν σούβλαν, κυπριακήν, ποιοτικήν, ψημένην σε φουκούν και περασμένην σε μακριές σμίλες, με το μοτοράκι στο ON.
Και εις τα μαύρα τα κάρβουνα, αγορασμένα σε σακούλαν μαύρην εκ περιπτέρου και τοποθετούμενα μέσα στην φουκούν, παίρνουν φόκον.
Φωτιάς εκ φουκούς, σούβλας χοιρινής, με κάρβουνα αφτούμενα, ψησθέντα εκ παρουσιάς διαφόρων ανθρώπων που ομιλούσαν για πολιτικά και μάππες.
Για δι ημάς τους Κυπραίους και την ορθήν απόλαυσιν της σούβλας, κατελθόντα εκ της φρουταγοράς, αλλοδαπή γυναίκα και έφερεν αγγουράκια και τομάτες για την σαλάταν.
Και σερβιρισθέντα με την σαλάταν ημων, επί πιάτων μεγάλων, και φαηθέντα και χωνευθέντα.
Και τα αποφάγια εδόθησαν στους σκύλους για περαιτέρω καταβρόχθισιν.
Και το τραπέζιν εκαθαρίσθην μετά φαμόζο από τας κυρίας και έπειτα εσερβιρήσθην γλυκόν.
Και στο τέλος πάλιν εισακούσθηκεν το: “Άτε τζιαι που Δευτέρας δίαιτα” από τους κυρίους.
Και εις την φουκούν την μεταλλικήν, την τέλειαν, την στιβαρήν, την αιτίαν για το ψήσιμο της σούβλας, το συν μοτοράκι αφτούμενο για να γυρίζει τας σμίλας, ενωμένον με πόλους στο διπλοκάμπινον ημών.
Εις μίαν λαχταριστήν, τραγανήν και ανεπανάληπτην σούβλαν.
Ομολογώ το μάσημαν ολόκληρης αυτής.
Προσδοκώ την αθανασίαν αυτής.
Και να είναι άμιλλη εις τους αιώνας,
Αρνίν.