Φρικηλεξικό:διεξαγωγή
(Ανακατεύθυνση από Διεξαγωγή)
![]() |
α ά β γ δ ε έ ζ η ή θ ι ί κ λ μ ν ξ ο ό π ρ σ τ υ ύ φ χ ψ ω ώ |
βριλήστικα:Επεξεργασία
ετυμολογίαΕπεξεργασία
Διεξαγωγή< δύο εξι+αγωγή=26 αγωγές
Η λέξη προέρχεται από την εληνική γραφειοκρατεία, όπου για τη διεκπαιρέωση ενός έργου απαιτούνται τουλάχιστον 26 αγωγές κατά του δημοσίου.
ΟμόριζαΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόνΕπεξεργασία
- έξοδος από τη χώρα
- λαθρεμπόριο
- οργάνωση πάρτυ σε ώρες κοινής ησυχίας και μη
- αγωγή
- τρόμος
- Ο οδοντίατρος στον ασθενή:Μην ανησυχείς μια μικρή διεξαγωγή του δοντιού θα κάνουμε.
ΧρόνοιΕπεξεργασία
- διεξαγωγή
- διεξηγωγή
- διεξαχθωγή
- εχωγή διεξαχθεί
- θα διεξαχθή
- θα διέξιο
- δειξαγωγήν
ΠαράγωγαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Διέξ κατά βούλησην: Ο καθένας παίζει το ρόλο του την ώρα που θέλει ανορ΄γατωτα εντελώς